θαρραλεότητα
Смотреть что такое "θαρραλεότητα" в других словарях:
θαρραλεότητα — η (Α θαρσαλεότης, ότητος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλεότης) [θαρραλέος] θάρρος, τόλμη, ανδρεία, γενναιότητα … Dictionary of Greek
θαρραλεότητα — θαρσαλεότης boldness fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσαλεότης — θαρσαλεότης, ητος, ἡ (Α) [θαρσαλέος] θαρραλεότητα* … Dictionary of Greek